νοσοκόμων

νοσοκόμων
νοσοκόμος
sick-nurse
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νοσοκομῶν — νοσοκομέω tend the sick pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσοκομείο — Ίδρυμα περίθαλψης και νοσηλείας ασθενών. Τα πρώτα νοσοκομειακά ιδρύματα ταυτίζονται στην αρχαία Ελλάδα με τους ναούς του Ασκληπιού, που συγκέντρωναν τους πάσχοντες, οι οποίοι περίμεναν την ίασή τους από τη θεία επέμβαση, από διάφορες δρόγες και… …   Dictionary of Greek

  • Ναϊτινγκέιλ, Φλόρενς — (Florence Nightingale, Φλωρεντία 1820 – Λονδίνο 1910). Αγγλίδα νοσοκόμα και φιλάνθρωπος. Στην εποχή του Κριμαϊκού πολέμου προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες για την αναδιοργάνωση των υγειονομικών υπηρεσιών και την περίθαλψη των τραυματιών. Η Ν.… …   Dictionary of Greek

  • Ναΐτες — θρησκευτικό ιπποτικό τάγμα που ιδρύθηκε το 1118 με σκοπό την προστασία των προσκυνητών, οι οποίοι πήγαιναν στους Αγίους Τόπους, και την άμυνα της Παλαιστίνης από τους Σαρακηνούς. Τον πυρήνα του τάγματος αποτέλεσε ο ιππότης Ούγο ντε Παγιάν από την …   Dictionary of Greek

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

  • μπλούζα — η 1. ένδυμα που καλύπτει το επάνω μέρος τού σώματος 2. εξωτερικό ευρύχωρο ένδυμα εργασίας εργατών, μαθητών, γιατρών, νοσοκόμων, ερευνητών εργαστηρίων χημείας ή φυσικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. blouse, άγνωστης προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • Αθανασάκης, Ιωάννης — (1853 – 1953). Δικηγόρος και πολιτευτής, από την Πορταριά Βόλου. Το 1906, μετά από πολυετή δικηγορία στην Αίγυπτο, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ανέπτυξε σημαντικότατη κοινωνική δράση. Σε ενέργειές του οφείλεται η ίδρυση του Οίκου Τυφλών… …   Dictionary of Greek

  • Θεοδώρου, Βικτωρία — (Χανιά 1926 –). Φιλόλογος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη Σχολή Αδελφών Επισκεπτριών και Νοσοκόμων και στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1948 αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές της, λόγω εξορίας της (με την αιτιολογία ότι συμμετείχε …   Dictionary of Greek

  • Όλγα — I (895 – 968). Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν σύζυγος του μεγάλου ηγεμόνα του Κιέβου Ιγκόρ. Απλή αγρότισσα, γοήτευσε τον Ιγκόρ, που τη συνάντησε σε ένα κυνήγι του και την παντρεύτηκε. Μετά τη δολοφονία του συζύγου της (945) ανέλαβε την… …   Dictionary of Greek

  • Πατριωτικό Ίδρυμα — Σωματείο που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1915 από τη βασίλισσα Σοφία. Η αρχική του ονομασία ήταν «Πατριωτικός Σύνδεσμος Ελληνίδων». Σκοπός του ήταν η περίθαλψη των οικογενειών των επιστράτων. Το 1917 αναδιοργανώθηκε με την ονομασία «Πατριωτικόν Ίδρυμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”